- μπιμπερό
- τογυάλινη ή πλαστική φιάλη με θήλαστρο η οποία χρησιμοποιείται για τον θηλασμό τών βρεφών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. biberon < λατ. bibo, bibĕre «πίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπιμπερό — το άκλ. (λ. γαλλ.), όργανο με το οποίο τα μωρά θηλάζουν ξένο γάλα, το θήλαστρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήλαστρο — το [θηλάζω] μικρή συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η τεχνητή γαλούχηση τού βρέφους, μπιμπερό … Dictionary of Greek
ρωγοβύζι — το, Ν 1. θηλή από ελαστικό που τοποθετείται στο στόμιο μικρής φιάλης η οποία περιέχει γάλα, αλλ. θήλαστρο, πιπίλα 2. (κατ επέκτ.) η φιάλη η οποία έχει στο στόμιό της την παραπάνω θηλή, αλλ. μπιμπερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα + βυζί] … Dictionary of Greek
βράζομαι — βράζομαι, βράστηκα, βρασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: βράζομαι : επειδή το βράζω έχει και ενεργητική και παθητική αξία (→ υποβάλλω σε βρασμό ή υφίσταμαι βρασμό), σπάνια χρησιμοποιείται η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. βρασμένος) και κυρίως με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θήλαστρο — το ρωγοβύζι, μπιμπερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)